Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τορνευτήριον
τορνευτής
τορνευτικός
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνόω
τορνωτός
τορογλυφεύς
τόρος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορυνητός
τορύνω
Τορώνη
View word page
τόρνος
a carpenter's tool for drawing a circle, compasses
ShortDef
a carpenter's tool for drawing a circle, compasses
Debugging
Headword:
τόρνος
Headword (normalized):
τόρνος
Headword (normalized/stripped):
τορνος
IDX:
88402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88403
Key:
Data
{'content': "a carpenter's tool for drawing a circle, compasses"}