Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τόρνευμα
τορνευτήριον
τορνευτής
τορνευτικός
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνόω
τορνωτός
τορογλυφεύς
τόρος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορυνητός
τορύνω
View word page
τορνόομαι
to mark off with the τόρνος

ShortDef

to mark off with the τόρνος

Debugging

Headword:
τορνόομαι
Headword (normalized):
τορνόομαι
Headword (normalized/stripped):
τορνοομαι
IDX:
88401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88402
Key:

Data

{'content': 'to mark off with the τόρνος'}