Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγχίνοια
ἀγχίνοος
ἀγχίπλοος
ἀγχίπολις
ἀγχίπορος
ἀγχίπους
ἀγχίπτολις
ἀγχίρροος
Ἀγχίσης
Ἀγχισιάδης
ἀγχίσπορος
ἀγχιστεία
ἀγχιστεῖα
ἀγχιστεύς
ἀγχιστευτικός
ἀγχιστεύω
ἀγχιστήρ
ἀγχιστικός
ἀγχιστίνδην
ἀγχιστῖνος
ἄγχιστος
View word page
ἀγχίσπορος
near of kin

ShortDef

near of kin

Debugging

Headword:
ἀγχίσπορος
Headword (normalized):
ἀγχίσπορος
Headword (normalized/stripped):
αγχισπορος
IDX:
883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-884
Key:

Data

{'content': 'near of kin'}