Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
τορνευτήριον
τορνευτής
τορνευτικός
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνόω
τορνωτός
τορογλυφεύς
τόρος
τορός
τοροτίξ
View word page
τορνία
grape
ShortDef
grape
Debugging
Headword:
τορνία
Headword (normalized):
τορνία
Headword (normalized/stripped):
τορνια
IDX:
88398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88399
Key:
Data
{'content': 'grape'}