Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
τορνευτήριον
τορνευτής
τορνευτικός
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνόω
τορνωτός
τορογλυφεύς
τόρος
View word page
τορνευτός
turned on a lathe

ShortDef

turned on a lathe

Debugging

Headword:
τορνευτός
Headword (normalized):
τορνευτός
Headword (normalized/stripped):
τορνευτος
IDX:
88396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88397
Key:

Data

{'content': 'turned on a lathe'}