Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
τορνευτήριον
τορνευτής
τορνευτικός
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνόω
τορνωτός
View word page
τορνευτικός
of or for turning on a lathe

ShortDef

of or for turning on a lathe

Debugging

Headword:
τορνευτικός
Headword (normalized):
τορνευτικός
Headword (normalized/stripped):
τορνευτικος
IDX:
88394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88395
Key:

Data

{'content': 'of or for turning on a lathe'}