Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
τορνευτήριον
τορνευτής
τορνευτικός
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνόω
View word page
τορνευτής
turner
ShortDef
turner
Debugging
Headword:
τορνευτής
Headword (normalized):
τορνευτής
Headword (normalized/stripped):
τορνευτης
IDX:
88393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88394
Key:
Data
{'content': 'turner'}