Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
τορνευτήριον
τορνευτής
τορνευτικός
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
View word page
τορνευτήριον
turner's chisel

ShortDef

turner's chisel

Debugging

Headword:
τορνευτήριον
Headword (normalized):
τορνευτήριον
Headword (normalized/stripped):
τορνευτηριον
IDX:
88392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88393
Key:

Data

{'content': "turner's chisel"}