Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
τορνευτήριον
τορνευτής
τορνευτικός
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
τορνοειδής
View word page
τορνεία
crooked timber for shipbuilding
ShortDef
crooked timber for shipbuilding
Debugging
Headword:
τορνεία
Headword (normalized):
τορνεία
Headword (normalized/stripped):
τορνεια
IDX:
88390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88391
Key:
Data
{'content': 'crooked timber for shipbuilding'}