Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
τορνευτήριον
τορνευτής
τορνευτικός
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
View word page
τόρμος
any hole
ShortDef
any hole
Debugging
Headword:
τόρμος
Headword (normalized):
τόρμος
Headword (normalized/stripped):
τορμος
IDX:
88389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88390
Key:
Data
{'content': 'any hole'}