Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
τορνευτήριον
τορνευτής
τορνευτικός
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
τορνία
View word page
τορμικά
parts mortised
ShortDef
parts mortised
Debugging
Headword:
τορμικά
Headword (normalized):
τορμικά
Headword (normalized/stripped):
τορμικα
IDX:
88388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88389
Key:
Data
{'content': 'parts mortised'}