Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
τορνευτήριον
τορνευτής
τορνευτικός
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
View word page
τόρμα
wheel-rut

ShortDef

wheel-rut

Debugging

Headword:
τόρμα
Headword (normalized):
τόρμα
Headword (normalized/stripped):
τορμα
IDX:
88387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88388
Key:

Data

{'content': 'wheel-rut'}