Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
τορνευτήριον
τορνευτής
τορνευτικός
View word page
τορέω
to bore through, pierce; proclaim in shrill tones
ShortDef
to bore through, pierce; proclaim in shrill tones
Debugging
Headword:
τορέω
Headword (normalized):
τορέω
Headword (normalized/stripped):
τορεω
IDX:
88384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88385
Key:
Data
{'content': 'to bore through, pierce; proclaim in shrill tones'}