Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
τορνευτήριον
τορνευτής
View word page
τορεύω
to work in relief
ShortDef
to work in relief
Debugging
Headword:
τορεύω
Headword (normalized):
τορεύω
Headword (normalized/stripped):
τορευω
IDX:
88383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88384
Key:
Data
{'content': 'to work in relief'}