Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
τορνευτήριον
View word page
τορευτός
worked in relief

ShortDef

worked in relief

Debugging

Headword:
τορευτός
Headword (normalized):
τορευτός
Headword (normalized/stripped):
τορευτος
IDX:
88382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88383
Key:

Data

{'content': 'worked in relief'}