Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
τόρνευμα
View word page
τορευτικός
of or for metal-work, skilled therein

ShortDef

of or for metal-work, skilled therein

Debugging

Headword:
τορευτικός
Headword (normalized):
τορευτικός
Headword (normalized/stripped):
τορευτικος
IDX:
88381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88382
Key:

Data

{'content': 'of or for metal-work, skilled therein'}