Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
τορνεία
View word page
τορευτής
one who works in relief

ShortDef

one who works in relief

Debugging

Headword:
τορευτής
Headword (normalized):
τορευτής
Headword (normalized/stripped):
τορευτης
IDX:
88380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88381
Key:

Data

{'content': 'one who works in relief'}