Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
τόρμος
View word page
τορεύς
a borer, piercer
ShortDef
a borer, piercer
Debugging
Headword:
τορεύς
Headword (normalized):
τορεύς
Headword (normalized/stripped):
τορευς
IDX:
88379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88380
Key:
Data
{'content': 'a borer, piercer'}