Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
τορμικά
View word page
τόρευμα
embossed work, work in relief

ShortDef

embossed work, work in relief

Debugging

Headword:
τόρευμα
Headword (normalized):
τόρευμα
Headword (normalized/stripped):
τορευμα
IDX:
88378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88379
Key:

Data

{'content': 'embossed work, work in relief'}