Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοποκρατέω
τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
Τορκουᾶτος
τόρμα
View word page
τορεῖον
chased work
ShortDef
chased work
Debugging
Headword:
τορεῖον
Headword (normalized):
τορεῖον
Headword (normalized/stripped):
τορειον
IDX:
88377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88378
Key:
Data
{'content': 'chased work'}