Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοποθεσία
τοποθετέω
τοποκρατέω
τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
τορητός
View word page
τόρδυλον
hartwort, Tordylium officinale

ShortDef

hartwort, Tordylium officinale

Debugging

Headword:
τόρδυλον
Headword (normalized):
τόρδυλον
Headword (normalized/stripped):
τορδυλον
IDX:
88375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88376
Key:

Data

{'content': 'hartwort, Tordylium officinale'}