Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοπογράφος
τοποθεσία
τοποθετέω
τοποκρατέω
τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
τορεύω
τορέω
View word page
τόργος
vulture

ShortDef

vulture

Debugging

Headword:
τόργος
Headword (normalized):
τόργος
Headword (normalized/stripped):
τοργος
IDX:
88374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88375
Key:

Data

{'content': 'vulture'}