Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοπογραφέω
τοπογραφία
τοπογράφος
τοποθεσία
τοποθετέω
τοποκρατέω
τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
View word page
τοποτηρητής
warden of a τόπος Ι.6

ShortDef

warden of a τόπος Ι.6

Debugging

Headword:
τοποτηρητής
Headword (normalized):
τοποτηρητής
Headword (normalized/stripped):
τοποτηρητης
IDX:
88372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88373
Key:

Data

{'content': 'warden of a τόπος Ι.6'}