Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοπογραμματεία
τοπογραμματεύς
τοπογραφέω
τοπογραφία
τοπογράφος
τοποθεσία
τοποθετέω
τοποκρατέω
τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
τορευτής
View word page
τοποτηρέω
to be warden of a τόπος Ι.6

ShortDef

to be warden of a τόπος Ι.6

Debugging

Headword:
τοποτηρέω
Headword (normalized):
τοποτηρέω
Headword (normalized/stripped):
τοποτηρεω
IDX:
88370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88371
Key:

Data

{'content': 'to be warden of a τόπος Ι.6'}