Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοπίτης
τοπογραμματεία
τοπογραμματεύς
τοπογραφέω
τοπογραφία
τοπογράφος
τοποθεσία
τοποθετέω
τοποκρατέω
τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τόρευμα
τορεύς
View word page
τόπος
a place

ShortDef

a place

Debugging

Headword:
τόπος
Headword (normalized):
τόπος
Headword (normalized/stripped):
τοπος
IDX:
88369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88370
Key:

Data

{'content': 'a place'}