Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τόπιον
τοπισμός
τοπίτης
τοπογραμματεία
τοπογραμματεύς
τοπογραφέω
τοπογραφία
τοπογράφος
τοποθεσία
τοποθετέω
τοποκρατέω
τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
View word page
τοποκρατέω
rule

ShortDef

rule

Debugging

Headword:
τοποκρατέω
Headword (normalized):
τοποκρατέω
Headword (normalized/stripped):
τοποκρατεω
IDX:
88367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88368
Key:

Data

{'content': 'rule'}