Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοπίζω
τοπικός
τόπιον
τοπισμός
τοπίτης
τοπογραμματεία
τοπογραμματεύς
τοπογραφέω
τοπογραφία
τοπογράφος
τοποθεσία
τοποθετέω
τοποκρατέω
τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
τόρδυλον
View word page
τοποθεσία
topography

ShortDef

topography

Debugging

Headword:
τοποθεσία
Headword (normalized):
τοποθεσία
Headword (normalized/stripped):
τοποθεσια
IDX:
88365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88366
Key:

Data

{'content': 'topography'}