Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοπηγορία
τοπίζω
τοπικός
τόπιον
τοπισμός
τοπίτης
τοπογραμματεία
τοπογραμματεύς
τοπογραφέω
τοπογραφία
τοπογράφος
τοποθεσία
τοποθετέω
τοποκρατέω
τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόργος
View word page
τοπογράφος
a topographer

ShortDef

a topographer

Debugging

Headword:
τοπογράφος
Headword (normalized):
τοπογράφος
Headword (normalized/stripped):
τοπογραφος
IDX:
88364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88365
Key:

Data

{'content': 'a topographer'}