Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τόπαρχος
τοπαστέον
τοπαστικός
τοπεῖον
τοπηγορία
τοπίζω
τοπικός
τόπιον
τοπισμός
τοπίτης
τοπογραμματεία
τοπογραμματεύς
τοπογραφέω
τοπογραφία
τοπογράφος
τοποθεσία
τοποθετέω
τοποκρατέω
τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
View word page
τοπογραμματεία
office of τοπογραμματεύς

ShortDef

office of τοπογραμματεύς

Debugging

Headword:
τοπογραμματεία
Headword (normalized):
τοπογραμματεία
Headword (normalized/stripped):
τοπογραμματεια
IDX:
88360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88361
Key:

Data

{'content': 'office of τοπογραμματεύς'}