Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοπαρχία
τόπαρχος
τοπαστέον
τοπαστικός
τοπεῖον
τοπηγορία
τοπίζω
τοπικός
τόπιον
τοπισμός
τοπίτης
τοπογραμματεία
τοπογραμματεύς
τοπογραφέω
τοπογραφία
τοπογράφος
τοποθεσία
τοποθετέω
τοποκρατέω
τοπομαχέω
τόπος
View word page
τοπίτης
of or belonging to a place

ShortDef

of or belonging to a place

Debugging

Headword:
τοπίτης
Headword (normalized):
τοπίτης
Headword (normalized/stripped):
τοπιτης
IDX:
88359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88360
Key:

Data

{'content': 'of or belonging to a place'}