Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοπαρχέω
τοπάρχης
τοπαρχία
τόπαρχος
τοπαστέον
τοπαστικός
τοπεῖον
τοπηγορία
τοπίζω
τοπικός
τόπιον
τοπισμός
τοπίτης
τοπογραμματεία
τοπογραμματεύς
τοπογραφέω
τοπογραφία
τοπογράφος
τοποθεσία
τοποθετέω
τοποκρατέω
View word page
τόπιον
field

ShortDef

field

Debugging

Headword:
τόπιον
Headword (normalized):
τόπιον
Headword (normalized/stripped):
τοπιον
IDX:
88357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88358
Key:

Data

{'content': 'field'}