Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοπάζω
τοπαρχεῖον
τοπαρχέω
τοπάρχης
τοπαρχία
τόπαρχος
τοπαστέον
τοπαστικός
τοπεῖον
τοπηγορία
τοπίζω
τοπικός
τόπιον
τοπισμός
τοπίτης
τοπογραμματεία
τοπογραμματεύς
τοπογραφέω
τοπογραφία
τοπογράφος
τοποθεσία
View word page
τοπίζω
localize
ShortDef
localize
Debugging
Headword:
τοπίζω
Headword (normalized):
τοπίζω
Headword (normalized/stripped):
τοπιζω
IDX:
88355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88356
Key:
Data
{'content': 'localize'}