Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τόπαζος
τοπάζω
τοπαρχεῖον
τοπαρχέω
τοπάρχης
τοπαρχία
τόπαρχος
τοπαστέον
τοπαστικός
τοπεῖον
τοπηγορία
τοπίζω
τοπικός
τόπιον
τοπισμός
τοπίτης
τοπογραμματεία
τοπογραμματεύς
τοπογραφέω
τοπογραφία
τοπογράφος
View word page
τοπηγορία
discussion on a τόπος or common-place

ShortDef

discussion on a τόπος or common-place

Debugging

Headword:
τοπηγορία
Headword (normalized):
τοπηγορία
Headword (normalized/stripped):
τοπηγορια
IDX:
88354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88355
Key:

Data

{'content': 'discussion on a τόπος or common-place'}