Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοπάεις
τόπαζος
τοπάζω
τοπαρχεῖον
τοπαρχέω
τοπάρχης
τοπαρχία
τόπαρχος
τοπαστέον
τοπαστικός
τοπεῖον
τοπηγορία
τοπίζω
τοπικός
τόπιον
τοπισμός
τοπίτης
τοπογραμματεία
τοπογραμματεύς
τοπογραφέω
τοπογραφία
View word page
τοπεῖον
rope. cord

ShortDef

rope. cord

Debugging

Headword:
τοπεῖον
Headword (normalized):
τοπεῖον
Headword (normalized/stripped):
τοπειον
IDX:
88353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88354
Key:

Data

{'content': 'rope. cord'}