Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοξότις
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τοξοχίτων
τοξωτός
τοπάεις
τόπαζος
τοπάζω
τοπαρχεῖον
τοπαρχέω
τοπάρχης
τοπαρχία
τόπαρχος
τοπαστέον
τοπαστικός
τοπεῖον
τοπηγορία
τοπίζω
τοπικός
τόπιον
View word page
τοπαρχέω
to be a τοπάρχης
ShortDef
to be a τοπάρχης
Debugging
Headword:
τοπαρχέω
Headword (normalized):
τοπαρχέω
Headword (normalized/stripped):
τοπαρχεω
IDX:
88347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88348
Key:
Data
{'content': 'to be a τοπάρχης'}