Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοξοποιέω
τοξοποιία
τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξότας
τοξοτευχής
τοξότης
τοξότις
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τοξοχίτων
τοξωτός
τοπάεις
τόπαζος
τοπάζω
τοπαρχεῖον
τοπαρχέω
τοπάρχης
τοπαρχία
τόπαρχος
View word page
τοξοφόρος
bow-bearing
ShortDef
bow-bearing
Debugging
Headword:
τοξοφόρος
Headword (normalized):
τοξοφόρος
Headword (normalized/stripped):
τοξοφορος
IDX:
88340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88341
Key:
Data
{'content': 'bow-bearing'}