Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοξόομαι
τοξοποιέω
τοξοποιία
τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξότας
τοξοτευχής
τοξότης
τοξότις
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τοξοχίτων
τοξωτός
τοπάεις
τόπαζος
τοπάζω
τοπαρχεῖον
τοπαρχέω
τοπάρχης
τοπαρχία
View word page
τοξοφορέω
to bear a bow

ShortDef

to bear a bow

Debugging

Headword:
τοξοφορέω
Headword (normalized):
τοξοφορέω
Headword (normalized/stripped):
τοξοφορεω
IDX:
88339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88340
Key:

Data

{'content': 'to bear a bow'}