Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοξοθήκη
τοξόκλυτος
τόξον
τοξόομαι
τοξοποιέω
τοξοποιία
τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξότας
τοξοτευχής
τοξότης
τοξότις
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τοξοχίτων
τοξωτός
τοπάεις
τόπαζος
τοπάζω
τοπαρχεῖον
View word page
τοξότης
a bowman, archer

ShortDef

a bowman, archer

Debugging

Headword:
τοξότης
Headword (normalized):
τοξότης
Headword (normalized/stripped):
τοξοτης
IDX:
88336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88337
Key:

Data

{'content': 'a bowman, archer'}