Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοξοειδής
τοξοθήκη
τοξόκλυτος
τόξον
τοξόομαι
τοξοποιέω
τοξοποιία
τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξότας
τοξοτευχής
τοξότης
τοξότις
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τοξοχίτων
τοξωτός
τοπάεις
τόπαζος
τοπάζω
View word page
τοξοτευχής
armed with the bow

ShortDef

armed with the bow

Debugging

Headword:
τοξοτευχής
Headword (normalized):
τοξοτευχής
Headword (normalized/stripped):
τοξοτευχης
IDX:
88335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88336
Key:

Data

{'content': 'armed with the bow'}