Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τοξοειδής
τοξοθήκη
τοξόκλυτος
τόξον
τοξόομαι
τοξοποιέω
τοξοποιία
τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξότας
τοξοτευχής
τοξότης
τοξότις
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τοξοχίτων
τοξωτός
τοπάεις
View word page
τοξοσύνη
bowmanship, archery

ShortDef

bowmanship, archery

Debugging

Headword:
τοξοσύνη
Headword (normalized):
τοξοσύνη
Headword (normalized/stripped):
τοξοσυνη
IDX:
88333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88334
Key:

Data

{'content': 'bowmanship, archery'}