Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοξῖτις
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τοξοειδής
τοξοθήκη
τοξόκλυτος
τόξον
τοξόομαι
τοξοποιέω
τοξοποιία
τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξότας
τοξοτευχής
τοξότης
τοξότις
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
τοξοχίτων
τοξωτός
View word page
τοξοποιός
bowmaker, bowyer
ShortDef
bowmaker, bowyer
Debugging
Headword:
τοξοποιός
Headword (normalized):
τοξοποιός
Headword (normalized/stripped):
τοξοποιος
IDX:
88332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88333
Key:
Data
{'content': 'bowmaker, bowyer'}