Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοξιανοί
τοξικός
τοξῖτις
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τοξοειδής
τοξοθήκη
τοξόκλυτος
τόξον
τοξόομαι
τοξοποιέω
τοξοποιία
τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξότας
τοξοτευχής
τοξότης
τοξότις
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρος
View word page
τοξοποιέω
to make like a bow, to arch

ShortDef

to make like a bow, to arch

Debugging

Headword:
τοξοποιέω
Headword (normalized):
τοξοποιέω
Headword (normalized/stripped):
τοξοποιεω
IDX:
88330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88331
Key:

Data

{'content': 'to make like a bow, to arch'}