Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοξήρης
τοξιανοί
τοξικός
τοξῖτις
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τοξοειδής
τοξοθήκη
τοξόκλυτος
τόξον
τοξόομαι
τοξοποιέω
τοξοποιία
τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξότας
τοξοτευχής
τοξότης
τοξότις
τοξουλκός
τοξοφορέω
View word page
τοξόομαι
become arched

ShortDef

become arched

Debugging

Headword:
τοξόομαι
Headword (normalized):
τοξόομαι
Headword (normalized/stripped):
τοξοομαι
IDX:
88329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88330
Key:

Data

{'content': 'become arched'}