Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοξεύω
τοξήρης
τοξιανοί
τοξικός
τοξῖτις
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τοξοειδής
τοξοθήκη
τοξόκλυτος
τόξον
τοξόομαι
τοξοποιέω
τοξοποιία
τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξότας
τοξοτευχής
τοξότης
τοξότις
τοξουλκός
View word page
τόξον
a bow
ShortDef
a bow
Debugging
Headword:
τόξον
Headword (normalized):
τόξον
Headword (normalized/stripped):
τοξον
IDX:
88328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88329
Key:
Data
{'content': 'a bow'}