Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοξευτικός
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξιανοί
τοξικός
τοξῖτις
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τοξοειδής
τοξοθήκη
τοξόκλυτος
τόξον
τοξόομαι
τοξοποιέω
τοξοποιία
τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξότας
τοξοτευχής
τοξότης
View word page
τοξοθήκη
bowcase, quiver

ShortDef

bowcase, quiver

Debugging

Headword:
τοξοθήκη
Headword (normalized):
τοξοθήκη
Headword (normalized/stripped):
τοξοθηκη
IDX:
88326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88327
Key:

Data

{'content': 'bowcase, quiver'}