Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοξελκής
τόξευμα
τοξεύς
τόξευσις
τοξευτής
τοξευτικός
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξιανοί
τοξικός
τοξῖτις
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τοξοειδής
τοξοθήκη
τοξόκλυτος
τόξον
τοξόομαι
τοξοποιέω
τοξοποιία
View word page
τοξικός
of or for the bow, skilled in the use of the bow

ShortDef

of or for the bow, skilled in the use of the bow

Debugging

Headword:
τοξικός
Headword (normalized):
τοξικός
Headword (normalized/stripped):
τοξικος
IDX:
88321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88322
Key:

Data

{'content': 'of or for the bow, skilled in the use of the bow'}