Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοξαρχέω
τόξαρχος
τοξεία
τοξελκής
τόξευμα
τοξεύς
τόξευσις
τοξευτής
τοξευτικός
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξιανοί
τοξικός
τοξῖτις
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τοξοειδής
τοξοθήκη
τοξόκλυτος
τόξον
View word page
τοξεύω
to shoot with the bow

ShortDef

to shoot with the bow

Debugging

Headword:
τοξεύω
Headword (normalized):
τοξεύω
Headword (normalized/stripped):
τοξευω
IDX:
88318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88319
Key:

Data

{'content': 'to shoot with the bow'}