Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοξαλκής
τοξαρχέω
τόξαρχος
τοξεία
τοξελκής
τόξευμα
τοξεύς
τόξευσις
τοξευτής
τοξευτικός
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξιανοί
τοξικός
τοξῖτις
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τοξοειδής
τοξοθήκη
τοξόκλυτος
View word page
τοξευτός
struck by an arrow

ShortDef

struck by an arrow

Debugging

Headword:
τοξευτός
Headword (normalized):
τοξευτός
Headword (normalized/stripped):
τοξευτος
IDX:
88317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88318
Key:

Data

{'content': 'struck by an arrow'}