Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοξαλκέτης
τοξαλκής
τοξαρχέω
τόξαρχος
τοξεία
τοξελκής
τόξευμα
τοξεύς
τόξευσις
τοξευτής
τοξευτικός
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξιανοί
τοξικός
τοξῖτις
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τοξοειδής
τοξοθήκη
View word page
τοξευτικός
of archery
ShortDef
of archery
Debugging
Headword:
τοξευτικός
Headword (normalized):
τοξευτικός
Headword (normalized/stripped):
τοξευτικος
IDX:
88316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88317
Key:
Data
{'content': 'of archery'}