Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξαλκής
τοξαρχέω
τόξαρχος
τοξεία
τοξελκής
τόξευμα
τοξεύς
τόξευσις
τοξευτής
τοξευτικός
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξιανοί
τοξικός
τοξῖτις
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τοξοειδής
View word page
τοξευτής
bowman, archer
ShortDef
bowman, archer
Debugging
Headword:
τοξευτής
Headword (normalized):
τοξευτής
Headword (normalized/stripped):
τοξευτης
IDX:
88315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88316
Key:
Data
{'content': 'bowman, archer'}